- пакостишь
- -ошу, -остишьρ.δ.1. (απλ.) λερώνω, βρωμίζω, μαγαρίζω• ρυπαίνω•
щенок везде -остит το κουταβάκι παντού μαγαρίζει.
2. μτφ. χαλώ, φθείρω, αχρηστεύω βλάπτω.3. αισχρουργώ, κάνω κακοήθειες, ατιμίες, βρωμιές.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.